Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

Κανείς δε ξέρει..

Ξέρω πως μια μέρα η νοθευμένη πανούκλα θα βγεί από μέσα σας
και σα βεντούζα θα κολλήσει πάνω μου και θα με ρημάξει.

Μα κάνω λάθος να σκέφτομαι τις μέρες που θα'ρθουν.
Χωρίς λεφτά, όρεξη, αγάπη επαναλαμβάνω την δοκιμασμένη
συνταγή της ζωής μου.
Τη γλυκιά μου παρακμή.

Είμαστε κιόλας νεκροί πρίν γεννηθούμε.
Έχουμε κίολας φύγει πρίν φτάσουμε.
Κι όλα αυτά στη προσπάθεια μας ν'αγγίξουμε μια αιωνιότητα.

Συλλογίζομαι το πόσο μικρή είναι η ανθρωπότητα στο άπειρο.
Συλλογίζομαι πόσο μακριά είμαι απο την ευτυχία.
Πόσο μακριά είναι η ευτυχία από μένα.

Μοιάζω μικρή- πολύ μικρή απέναντι στη σοφία, 
είμαι ένα ανόητο παιδί που απλά θέλει να παίξει.
Είμαι ένα μικρό παιδί που τρέχει πίσω απο το παρελθόν,
λαχανιάζει, σκουντουφλάει, σηκώνεται, ξανατρέχει.

Κι ίσως τώρα το μικρό παιδί μεγάλωσε κι ο χρόνος το πονάει.
Στη πλάτη του σέρνει όσα δε μπόρεσε να φωνάξει.

Ο καπνός που τυλίγει το ζεστό δωμάτιο, η καρέκλα που τρίζει,
η συνειδησή μου βουλιάζει,χάνεται.

Θέλω να ξαπλώσω στο έδαφος και να ξεχάσω.
Θέλω το παιδί να γυρίσει πάλι μέσα μου.
Κλείνω τα μάτια κι ακούω το παιδί που κλαίει, μα δε το ακούει κανείς.

Ανοίγω τα μάτια κι έχουν φύγει όλοι.
Έχεις φύγει κι εσύ, καιρό τώρα.
Πια δε μπορώ να σε ακούσω- είσαι αθεράπευτα γυμνός απέναντι στο χρόνο.


Ίσως να μην γνώρισα ποτέ τον εαυτό μου,
ίσως να μην αγάπησα ποτέ μου τη μετάβαση των άλλων μέσα μου.
Ίσως να πέφτω πιο βαθιά, ίσως να κουράστηκα στην αδράνεια μου.
Ίσως αυτό που είμαι να μην είναι τίποτα περισσότερο απο ένα ψέμα.
Και το ψέμα να μην είναι τίποτα περισσότερο απο τον εαυτό μου.


Αυτό είναι λοιπόν το τέλος του μυστηρίου.
Είμαι ένα ψέμα που ζει σ'ενα ψευτοδυάρι, διαβάζει ψευτοφυλλάδες
και ψευτοστοχάζεται.


Ζω στο ψέμα μου κι ανάβω τσιγάρο.



Σάββατο 14 Μαΐου 2011

Άσμα απο το χάος

Έχω χάσει όλα τα κομμάτια του παζλ
και δε μπορώ να βρώ την άκρη.

Για ποιά αγάπη μου μιλάτε;
Για ποιά κατανόηση;

Δεν υπάρχουν άνθρωποι που να κρατάνε για πάντα.
Σου κλείνουν τη πόρτα κατάμουτρα.
Τι κάνεις; Καμία απάντηση.

Και τώρα ψάχνω τρόπο να φύγω απο'δω,
έστω και λίγο.
Κάποιος μαλάκας είπε κάποτε πως όλα
θα πάνε καλά.
ΝΑΙ ΤΙΠΟΤΑ ΔΕ ΠΑΕΙ.

Και τώρα θα φύγω, φέρωντας εις πέραν
την τελευταία αποστολή.
Να τραγουδήσω τραγούδια γενεθλίων
και ευχές.

Όταν πεθάνω θα εκφωνηθούν επικήδειοι
συμπάθειας. Θα λένε όλοι,
"όσο ζούσε, βοηθούσε και αγαπούσε τον άνθρωπο.
Ελαφρύ να 'ναι το χώμα.". Τρεία δάκρυα και πίσω στις τρύπες τους.

Γαμούσε καλά όσο ζούσε.
Ήταν καλό κορόιδο οσο ζούσε.
Το θύμα.
Τουλάχιστον πήραμε όλοι ενα κομμάτι της.
Και τώρα το τρώνε τα σκυλιά.
Καλός μαλάκας ήταν το κορίτσι,
τη πονέσαμε αρκέτα
- ΑΛΛΑ- 
να 'ναι καλά εκεί που είναι.

Ε ώρα σας καλή λοιπόν,
πάω και εγώ να βρώ κάτι να αποκαλώ σπίτι.
Το δρόμο; Το παγκάκι;
Δε ξέρω.
Δε χρειάζεσαι πάρα πολλά.
Παρα μόνο το φεγγάρι και λίγο νερό
μέχρι να μου το δηλητηριάσετε κι αυτό.

Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

Ζαν Ζενέ

Αν πέσεις , θα σου εκφωνήσουν τον πιο συμβατό επικήδειο : βάλτος από χρυσάφι κι αίμα , τέλμα όπου το ηλιοβασίλεμα … μην περιμένεις τίποτ' άλλο . Το τσίρκο είναι όλο συμβατικότητες .

Τρίτη 26 Απριλίου 2011

And I feel like I'm breaking up but I wanted to stay..

Μακάρι να 'ξερες πόσο πολύ χαμογελάει το φεγγάρι κάθε φορά που ακούει την ανάσα σου.

 

Άτιτλο

Νιώθω το κεφάλι μου να παγώνει.
Η μέση μου λυγίζει.
Τα κύτταρα θρηνούν.
Φοβάμαι να σε ψάξω,
φοβάμαι να σας δω.
Γύρνα πίσω και γνέψε μου
για ηλιοστάλαχτες στιγμές.
Θα τρέξω να απολογηθώ
για την άρνηση του χθες.
Φοβάμαι.
Πονάω.
Λυγίζω.
Παραιτούμαι; Δε ξέρω τίποτα πια.


Δευτέρα 25 Απριλίου 2011

'Ο,τι απέμεινε απ'τη τρέλα.

Ψάχνω με τις κόρες των ματιών μου μουχλιασμένες,
ενα μικρό ανοιχτό παράθυρο.
Ψάχνω με τ'αυτιά μου ματωμένα απ'τα λόγια,
μια χορδή που πετάχτηκε στα σκουπίδια, να τη φιλήσω..
Ψάχνω με τα πόδια ρημαγμένα,
τα μονοπάτια με τους κρίνους.

Τα μπαλκόνια βρώμισαν, οι πλατείες ρημάξανε.
Φτύνω κατάμουτρα το θεό της τρέλας!
Με διέλυσες δαίμονα, με νίκησες!

Προσπαθώ να πετάξω μα το κεφάλι μου φιλάει το ταβάνι που με πλακώνει.
Που είναι η ελευθερία;
Αν έχει πεθάνει, τότε η κηδεία θα είναι ένα ασταμάτητο γλέντι.
Είμαστε όλοι σκλάβοι, ας πιούμε σ'αυτό.

Ελευθερία σημαίνει να μη φοβάσαι.
Ποιός δε φοβήθηκε το θάνατο; Κανείς.
Είμαστε δήμιοι μιας αυτούσιας λαχτάρας για φως και τελικά
αυτό που μένει είναι τα μικρόβια μιας ξεπλυμένης αθωότητας.

Είμαστε τα μικρόβια μιας ξεχασμένης ανάσας.
Είμαστε η μολυσμένη στάχτη ενός γέρου σακάτη.
Είμαστε τα αποφάγια της λαίμαργης γάτας που κατασπαράζει τα κορμιά μας.

Πολύφημε Οδυσσέα, δείξε μου το δρόμο για την Ιθάκη μου.
Ο κόμπος στο λαιμό μου, πέτρα στη σπηλιά μου, ω Δαιμονά μου σκοτωσέ με!
Αν δε μπορώ να γιατρέψω τη καρδιά μου, τότε θάψε με στο κελί της αρρώστιας μου.

Ξάφνου κάνει κρύο στο καυτό μου μέτωπο, θάνατος και γατριά ίσως είναι αδέρφια.
Λεπίδι στο λαρύγγι μου, μη μ'αγκαλιάζεις.
Η σαπίλα μ'έθρεψε, τη μέρα της νάρκωσης.

Τα σκουλήκια στήνουν ξέφρενο χορό στο πάτο μου, χορεύουν της τρέλας το ρυθμό.

Μη τρέχεις μακριά ψυχή μου, σ'αγαπάω.
Μη τρέχεις μακριά εαυτέ μου, βοηθησέ με.

Αυτή είναι η απολογία μου. Αμάρτησα.
Αγάπησα όλους τους τυφλούς, έβγαλα τα μάτια μου.
Κόσμε συγχωρεσέ με.
Σφίξε με στην αγκαλιά σου Όμορφη πόλη. 
Πόλη που με γέννησες, μη με λυπάσαι, θα πεταχτεί η λέπρα.

Ουρανέ και γη, πίνω στην υγειά σας.
Μείνετε κοντά και ενωθείτε για να με σκεπάσετε.
Τα μονοπάτια είναι δύο:
Πανηγύρια με σχιζοφρενείς κουτσούς.
Ποιήματα με νεαρούς ταξιδιώτες.

Παίρνω το τρένο της γιορτής.
Αντίο σακάτη εαυτέ μου, μείνε στο πάτο της σήψης.
Αντίο.

I said: "kiss me, you're beautiful
these are truly the last days".
You grabbed my hand and we fell into it like a daydream 
or a fever.
We woke up one morning and fell a little further down - 
for sure it's the valley of death.
I open up my wallet and it's full of blood.. 
 

Σάββατο 23 Απριλίου 2011

Μαύρο

Μαύρα είναι τα χέρια μου,
μαύρη κι η νύχτα που ετοιμάζομαι για νιάτα.
Μαύρο το ποτήρι που θα θολώσω τη πικρά μου στο αλκόολ,
μαύρος ο σίφουνας που ουρλιάζει εδώ χάμω.

Το τρένο του ταξιδιού με περιμένει,
μα εγώ τρέχω να βρώ εσένα,
μαύρε μου γαλαξία,
μαύρη φλέβα και χρυσή.

Η μουσική ηχεί ακόμα,
3-4 περαστικοί περιμένουν τη φυγή τους,
λεωφορεία φεύγουν κι έρχονται,
πόρτες που ανοιγοκλείνουν.

Τα μάτια μου διψάνε να σε ανταμώσουν,
δε με μέλλει τίποτα,
μόνο να χωθώ στο πόνο σου και να τον γλυκάνω.
Ζητάω μονάχα τη μορφή σου, σ'αυτές τις ασάλευτες μέρες.

Φοράω καλά τη μάσκα του παλιάτσου,
κρύβω καλά το πόνο,
σε κουτιά, ποτήρια, παγκάκια, τσιγάρα..
Ντροπή μου να μη βγαίνει ενα χαμόγελο,
είμαι δούλη του χαμού μου.

Τι απέγινε εκείνο το βράδυ που δεν χορταίναμε ο ενας τον άλλο;
Τι απέγινε το βρώμικο δωμάτιο που γέμιζε πατημασιές και νότες;
Τι απέγινε η κιθάρα σου άραγε; Νιώθω πως έχω αιώνες να την αντικρύσω.
Τι απέγινε το μαύρο σου καπέλο που σε προστάτευε;

Το μαύρο μου κεφάλι θρυμματίζεται.
Η μάυρη μου καρδιά φλέγεται.
Τα μάυρα μου βλέφαρα κλείνουν.

Που είσαι; Δε πάει καιρός που σε 'χασά, μα νιώθω το φορτίο του πόνου στα σωθικά μου.
Που είσαι; Δε πάει καιρός που δε σ'άκουσα και το τέλος κάθεται χαμογελαστό στα πόδια μου.

Αν με νιώθεις κι αν μ'ακούς, μην αφήσεις το δαιμόνιο να σε φάει.
Δώσε μου απλά μια νότα και θα σου τραγουδήσωω για μέρες αθωότητας κι αγγέλους.